- ινουλίνη
- Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης, που συναντάται σε ορισμένα φυτά, όπως στο ρίζωμα της ντάλιας, της γλυκοπατάτας, του κιχωρίου κ.ά. Έχει τη μορφή λευκής σκόνης, είναι διαλυτή στο βραστό νερό και δεν δίνει χρωματική αντίδραση με το ιώδιο, σε αντίθεση με το άμυλο. Υδρολύεται με την επίδραση οξέος ή του ενζύμου ινουλάση και σχηματίζει D-φρουκτόζη.
* * *η1. (βιοχ.) πολυολοζίτης που απαντά στο ρίζωμα διαφόρων σύνθετων φυτών, όπως είναι το ελένιο, το πύρεθρο, η γλυκοπατάτα και η ντάλια2. φρ. ιατρ. «πλασματοκάθαρση ινουλίνης» — κλινική δοκιμασία για την εκτίμηση τής διηθητικής ικανότητας τών αγγειωδών σπειραμάτων τών νεφρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. inuline < λατ. inula «ελένιο». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στυλ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.